pyrgocephaly
Look at other dictionaries:
pyrgocephaly — pyr·go·ceph·a·ly … English syllables
πυργοκεφαλία — η, Ν ιατρ. παραμόρφωση τού κρανίου οφειλόμενη σε πρόωρη ταυτόχρονη σύγκλειση τής στεφανιαίας και τής οβελιαίας ραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrgocephaly (< πύργος + κεφαλή)] … Dictionary of Greek